καταπειράζω

καταπειράζω
καταπειράζω (Α)
(επιτ. τ. τού πειράζω*)
1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.)
2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πειράζω «προσπαθώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταπειράζω — make an attempt on pres subj act 1st sg καταπειράζω make an attempt on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράζοντα — καταπειράζω make an attempt on pres part act neut nom/voc/acc pl καταπειράζω make an attempt on pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράζοντι — καταπειράζω make an attempt on pres part act masc/neut dat sg καταπειράζω make an attempt on pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειραζομένους — καταπειράζω make an attempt on pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράζειν — καταπειράζω make an attempt on pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράζοντες — καταπειράζω make an attempt on pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράσαντες — καταπειράζω make an attempt on aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράσοντες — καταπειράζω make an attempt on fut part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράσας — καταπειρά̱σᾱς , καταπειράζω make an attempt on fut part act fem acc pl (doric) καταπειρά̱σᾱς , καταπειράζω make an attempt on fut part act fem gen sg (doric) καταπειράσᾱς , καταπειράζω make an attempt on aor part act masc nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπειράσῃ — καταπειρά̱σῃ , καταπειράομαι to be much tried aor subj mp 2nd sg (attic) καταπειρά̱σῃ , καταπειράομαι to be much tried aor subj mp 2nd sg (doric aeolic) καταπειρά̱σῃ , καταπειράομαι to be much tried fut ind mp 2nd sg (attic) καταπειρά̱σῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”